Γυρνάς σπίτι κατά τις 22:00, σέρνεις λίγο άχαρα τα μαύρα μποτάκια σου στο βρεγμένο πεζοδρόμιο. Πάλι καλά, σκέφτεσαι, έβαλες τα χαμηλά! Πού διάθεση για απόδειξη θηλυκότητας με τακούνια, οι υποχρεώσεις τρέχουν και συ πια απέχεις από το προφίλ της φιλάρεσκης.
Ωστόσο, για να λέμε και την σωτήρια αλήθεια, έχουν υπάρξει εποχές, αναμφισβήτητα, αλλοτινές, που κουβαλούσες, δεύτερο ζευγάρι παπούτσια, φόρεμα τις Παρασκευές και πουκάμισο τις Τετάρτες. Ήταν οι βραδινές ώρες που ήξερες και αυτό σ’ έκανε να χαμογελάς συνωμοτικά ότι θα έπαιρνε τηλέφωνο ‘’ ο άνετος’’ και θα ήθελε βόλτα. Οι αντοχές πολλές, το γέλιο άφθονο.
Πόσος καιρός να’ χει περάσει από την τελευταία φορά που τον είδες; Δεν ήταν καν ο ίδιος. Φαινόταν σφιγμένος και ασφυκτικά αμήχανος στο σκούρο του κουστούμι, τα μάτια του κουρασμένα και δεν είχε όρεξη για αστεία ούτε καν για να βγει από τη δύσκολη θέση. Ήταν η πρώτη και τελευταία φορά που δεν είχαμε τίποτα να πούμε. Ούτε για τον καιρό, βρε αδερφέ. Μα καλά, τώρα έπρεπε να τον θυμηθώ;
Κοιτάζω ενστικτωδώς το διακριτικό βραχιολάκι στον αριστερό καρπό μου. Αν αναλογιστείς ότι παλεύω με μια πράσινη ομπρέλα με αλύτρωτη διάθεση να μείνει ίσια, τσάντα, βιβλία και σακούλες, είναι το μόνο στοιχείο που με κάνει να ταξιδεύω. Ίσως γιατί δεν είναι για μένα απλά ένα διακριτικό αξεσουάρ, είναι το προσωπικό κάρμα, ολόκληρη φιλοσοφία. Περικλείει όλο αυτό που έζησες και σε έφερε εδώ. Αέναος κύκλος ζωής. Με τα άσχημα, τα δυσβάσταχτα, αυτά που σε άλλαξαν, σε έμαθαν και κυρίως μ’ αυτούς που άντεξαν και αυτούς που αποχαιρέτησες. Ένα κάρμα, ένας κύκλος που σου υπενθυμίζει όταν το φοράς, στην ουσία δεν το βγάζεις και από πάνω σου ποτέ, τη δύναμή σου, την ελπίδα για το καλύτερο, τη θέλησή σου για τη ζωή.
Απλό, μινιμαλιστικό για να το’ χεις γούρι και σημάδι στο χέρι σου. Ζωοφόρο για να σου κλείνει παιχνιδιάρικα το μάτι, στιγμές δύσκολες και εύκολες. Δικές σου. Το Κάρμα.