Στις αρχές του 20ου αιώνα, μια σχεδιάστρια μόδας εμπνεύστηκε από την Αρχαία Ελλάδα, εισήγαγε ρευστές γραμμές, καθιέρωσε καινοτόμες τεχνοτροπίες και ελευθέρωσε τις γυναίκες από τα ενδυματολογικά δεσμά τους. Και αυτά είναι λίγα μόνο από αυτά που χρωστάμε στην σπουδαία Madeleine Vionnet.
Την επόμενη φορά που θα αντικρίσεις ένα αιθέριο αρχαιοελληνικό φόρεμα σε μια βιτρίνα ενός μεγάλου οίκου ή στο κόκκινο χαλί, μη βιαστείς να πλημμυρίσεις με εθνική υπερηφάνεια. Ίσως είναι πιο δίκαιο να νιώσεις ευγνωμοσύνη για την Madeleine Vionnet, αφού εκείνη ήταν που, εμπνευσμένη από την Αρχαία Ελλάδα αλλά και την χορεύτρια Ισιδώρα Ντάνκαν, εισήγαγε στην μόδα αφαιρετικής αισθητικής φορέματα με πτυχώσεις, ρούχα που έδειχναν απολύτως σύγχρονα και διαχρονικά μαζί. Χωρίς εκείνη, ίσως οι χιτώνες και οι χλαμύδες να ήταν γραφικότητες του ένδοξου ελληνικού παρελθόντος, κατάλληλα μόνο για αποκριάτικα κοστούμια και θεματικές βραδιές.
Η Madeleine Vionnet γεννήθηκε το 1876 και ήδη, από την ηλικία των 12 ετών αναγκάστηκε να εργαστεί ως μοδίστρα σε μια πόλη έξω από το Παρίσι. Έπειτα μετακομίζει στο Λονδίνο, όπου και θα εργαστεί ως μοδίστρα σε νοσοκομείο και έπειτα σε μικρά ατελιέ και οίκους μόδας της εποχής. Επιστρέφει στο Παρίσι και κάνει το πρώτο της επαγγελματικό βήμα το 1912 ξεκινώντας τον δικό της οίκο, όμως ο πόλεμος γκρεμίζει τα όνειρά της, αφού αναγκάζεται να κλείσει μόλις δύο χρόνια μετά. Επανέρχεται με περισσότερη αποφασιστικότητα το 1923 και η επιχείρησή της ανθίζει: το κατάστημα της Vionnet στο Παρίσι και έπειτα στην 5η λεωφόρο της Νέας Υόρκης γίνεται γνωστό ως «ο ναός της μόδας».
Από τις θέες της αρχαιότητας στις θνητές του σήμερα, ο δρόμος στρώθηκε με σατέν, crepe de chine και άλλα υφάσματα που δεν χρησιμοποιούνταν έως τότε για τη δημιουργία ενδυμάτων. Μέσα στο ατελιέ της η Vionnet έδινε ξανά ζωή στα ολύμπια ντραπαρίσματα, σε ρούχα που δένουν στο λαιμό και αφήνουν ακάλυπτη την πλάτη και σε ασύμμετρα φορέματα, με κομμάτια υφάσματος ενωμένα μεταξύ τους ώστε να θυμίζουν μαντήλι (το λεγόμενο handkerchief φόρεμα).Την αποκαλούν «Αρχιτέκτονα ανάμεσα στους φορεματοποιούς». Η μεγαλύτερη, ίσως, καινοτομία που αποδίδεται στην Vionnet είναι το bias cut, μια τεχνική κοψίματος του υφάσματος λοξά, η οποία του χαρίζει μεγαλύτερη ελαστικότητα, αγκαλιάζει με χάρη τις γυναικείες καμπύλες και κάνει εκείνη που το φορά να κινείται σαν κύκνος επάνω σε νερό. Η δημιουργία ενός τέτοιου φορέματος προϋποθέτει δεξιοτεχνία και ιδιαίτερη προσοχή, όμως η Vionnet διέθετε και τα δύο όταν εργαζόταν στο ατελιέ της, ράβοντας επάνω σε μικρές κούκλες ύψους 80 εκατοστών.
Τα bias cut ρούχα της και ειδικά τα φορέματα από μετάξι, σιφόν και άλλα ανάλαφρα υφάσματα έγιναν το σήμα κατατεθέν των ρούχων υψηλής ραπτικής της δεκαετίας του ’30, λατρεύτηκαν από τις σταρ της δεκαετίας, όπως η Marlene Dietrich και η Greta Garbo και επηρέασαν βαθιά πολλούς μεταγενέστερους σχεδιαστές, όπως τον Azzedine Alaia και τον John Galliano. Η ίδια - που σε όλη της τη ζωή πάλευε ώστε τα δημιουργικά εύσημα να αποδίδονται σωστά- εκνευριζόταν όταν έλεγαν για εκείνη πως έχει εφεύρει το bias cut - παρότι έκανε τα πάντα για να προστατεύει νομικά τα σχέδιά της. Φυσικά και υπήρχαν διαγώνια κομμένα υφάσματα και πριν από εκείνη – απλά εκείνη κατάφερε να δημιουργήσει αριστουργηματικά ρούχα χρησιμοποιώντας την εν λόγω τεχνική.
Κάτι που επίσης χρωστάμε, εν μέρει, στην Vionnet είναι ο τρόπος που αγοράζουμε «έτοιμα να φορεθούν» ενδύματα, το λεγόμενο prêt-a-porter. Εκείνη ήταν μια εκ των πρώτων σχεδιαστών που προσέφεραν συγκεκριμένα σχέδια ρούχων σε διάφορα χρώματα και μεγέθη, τα οποία έπειτα προσαρμόζονταν ακριβώς επάνω στην πελάτισσα – και όχι το αντίθετο, που παραδοσιακά συνέβαινε ως τότε στους οίκους υψηλής ραπτικής.
Κι αν όλα τα παραπάνω δεν συγκινούν εκείνες που δεν ενδιαφέρονται για τις τεχνικές λεπτομέρειες, ίσως νιώσουν ευγνωμοσύνη για εκείνη που ελευθέρωσε το γυναικείο σώμα από τους κορσέδες, δηλώνοντας χαρακτηριστικά πως «Ο καλύτερος έλεγχος του σώματος είναι ο φυσικός – ο κορσές των μυών – που μπορεί να αποκτήσει οποιαδήποτε γυναίκα μέσω της άσκησης». Τώρα τα ρούχα ήταν ρευστά, χάιδευαν το κορμί των γυναικών και δεν το καταπίεζαν. Οι γυναίκες ήταν ελεύθερες να κινούνται, να χορεύουν, να σαγηνεύουν. Θηλυκότητα και ελευθερία ενώθηκαν με βελόνα και κλωστή από τα δικά της χέρια, για να τελειοποιηθούν από εκείνα της Coco Chanel, καθώς οι δυο τους θεωρούνται οι πρωτεργάτισσες που οδήγησαν τις γυναίκες στην ενδυματολογική τους απελευθέρωση. Κι όπως συμβαίνει με οτιδήποτε πραγματικά ριζοσπαστικό, τον πρώτο καιρό που σχεδίαζε, τα ρούχα της Vionnet γίνονταν αντικείμενο χλευασμού.
H Madeleine Vionnet μαχόταν τόσο για το δικαίωμα των γυναικών στην ελευθερία του σώματός τους, όσο και πολλά άλλα δικαιώματα, εξίσου -αν όχι περισσότερο- σπουδαία: το δικαίωμα στην πνευματική ιδιοκτησία του καλλιτέχνη. Το δικαίωμα στην εργασιακή άδεια, στην άδεια μητρότητας, στην παρουσία γιατρού και οδοντίατρου στον χώρο εργασίας. Δικαιώματα τα οποία απολάμβαναν οι 1,200 και πλέον άνθρωποι που εργάζονταν στον οίκο Vionnet στο απόγειο της δόξας του.
Κι αν κατάφερε όλα τα παραπάνω μέσα σε λιγότερο από τριάντα χρόνια, όπου ο οίκος της έμεινε ανοιχτός προτού να κλείσει το 1939 εξαιτίας ενός νέου πολέμου, δεν μπορούμε να φανταστούμε τι άλλο θα είχε κληροδοτήσει στις επόμενες γενιές αν εργαζόταν μέχρι το 1975, όταν και έφυγε από τη ζωή.
Από τα 12.000 περίπου ενδύματα που δημιούργησε όσο καιρό παρέμεινε στην ενεργό δράση, είναι δύσκολο να βρει κανείς κάποιο που να μην δείχνει υπέροχο μέχρι και σήμερα. Η Vionnet γυρνούσε την πλάτη της σε οτιδήποτε εφήμερο και εποχικό. Ή, όπως χαρακτηριστικά έλεγε «μου αρέσει μονάχα αυτό που κρατάει για πάντα».