Έκπτωση: (< εκ + πτώση), ουσιαστικό, θηλυκό, η μείωση της τιμής ενός εμπορεύματος, συνήθως σε ορισμένες χρονικές περιόδους.
Εκπτώσεις: Αυτές οι θεϊκές μέρες του χρόνου όπου στα συνήθως τακτοποιημένα και ήσυχα ράφια των μαγαζιών μαγαζιά μοιάζει να έχει πέσει μπουρλότο, ενώ γυναίκες κάθε ηλικίας...
Δες εδώ